-
1 ἐπ-αγάλλομαι
ἐπ-αγάλλομαι, stolz auf Etwas sein, womit prunken, πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Il. 16, 91; χάρμῃ, vor Freude, Phocyl. 110; ἐπί τινι, Xen. Oec. 4, 17.
См. также в других словарях:
επαγάλλομαι — ἐπαγάλλομαι (AM) [αγάλλομαι] χαίρομαι υπερβολικά για κάτι (α. «μηδ ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ και δηιοτῆτι», Ομ. Ιλ. β. «διὸ ἐπαγαλλόμενοι, σέ, Θεοτόκε, μεγαλύνομεν», Μηναία) … Dictionary of Greek